νταουλιέρης

νταουλιέρης
και νταουλτζής, ο
αυτός που παίζει το νταούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νταούλι + κατάλ. -ιέρης (πρβλ. μπουρλοτ-ιέρης). Ο τ. νταουλτζής < νταούλι + κατάλ. -τζής (πρβλ. βιολιτζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”